ακύκλωτος

ακύκλωτος
-η, -ο (Μ ἀκύκλωτος, -ον)
1. αυτός που δεν κυκλώθηκε ή δεν μπορεί να κυκλωθεί
2. άφρακτος, απεριτείχιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + ρημ. επίθ. κυκλωτός < κυκλῶ, κυκλώνω*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ακύκλωτος — η, ο αυτός που δεν κυκλώθηκε: Το τμήμα εκείνο του αντιπάλου ήταν ακόμη ακύκλωτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκύκλωτον — ἀκύκλωτος one who has not gone the round masc/fem acc sg ἀκύκλωτος one who has not gone the round neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”